-
1 δίπλωμα
[диплома] ουσ. о. диплом, аттестат, свидетельство.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δίπλωμα
-
2 диплом
диплом м το δίπλωμα почётный \диплом το τιμητικό δίπλωμα* * *мτο δίπλωμαпочётный дипло́м — το τιμητικό δίπλωμα
-
3 грамота
грамота ж 1) τα γράμματα (οι στοιχειώδεις γνώσεις) 2) (документ ) το έγγραφο почётная \грамота το δίπλωμα τιμής, το έπαινο* * *ж1) τα γράμματα (οι στοιχειώδεις γνώσεις)2) ( документ) το έγγραφοпочётная гра́мота — το δίπλωμα τιμής, το έπαινο
-
4 патент
-
5 диплом
дипломм τό δίπλωμα, τό πτυχίο[ν]:почетный \диплом τό τιμητικό δίπλωμα. -
6 грамота
-ы θ.1. γράμματα (γραφή κ. ανάγνωση)•учиться -е μαθαίνω γράμματα (να γράφω κ. να διαβάζω).
|| στοιχειώδεις γνώσεις.2. γράμμα•почетная грамота τιμητικό γράμμα•
похвальная грамота γραπτός έπαινος.
|| δίπλωμα (τίτλος)•дворянская грамота δίπλωμα ευγενείας•
жалованная грамота έγγραφο περιβολής με εξουσία ή με αξίωμα•
верительные -ы τα διαπιστευτήρια•
отзывные -ы εύφημη γραπτή μνεία•
судная грамота δικαστικό έγγραφο, δικόγραφο•
ратификационная -επικυρωμένο έγγραφο•
купчая грамота πράξη αγοραπωλησίας•
государева грамота απόφανση του άνακτα.
3. παλ. επιστολή, γράμμα.εκφρ.филькина - – κουρελόχαρτο, παλιόχαρτο, όλο ανορθογραφίες. -
7 диплом
-а α.δίπλωμα, πτυχίο, πιστοποιητικό σπουδών. || δίπλωμα αξιώματος, ευρεσιτεχνίας κλπ., προνομιακό έγγραφο. -
8 запатентовать
-тую, -туешьρ.σ.μ. παίρνω δίπλωμα•запатентовать изобретение παίρνω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.
-
9 патентовать
-тую, -туешъ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. патентованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. κ. σ.μ. απονέμω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας• παίρνω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας• επικυρώνω, επισημοποιώ με πατέντα. -
10 преддипломный
επ.πριν το δίπλωμα•-ая практика η πριν το δίπλωμα πρακτική.
-
11 диплом
το πτυχίο, το δίπλωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диплом
-
12 патент
το προνόμι/ο ευρεσιτεχνίαςτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η πατέντα (ξεν.)лицензия на - άδεια/έγκριση για το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > патент
-
13 грамота
грамот||аж1. (умение читать и писать) τά γράμματα·2. (документ) ὁ χάρτης:верительные \грамотаы дип. τά διαπιστευτήρια· охранная \грамота ист. ἡ ἀδεια, τό πιστοποιητικό· почетная \грамота τό τιμητικό δίπλωμα· похвальная \грамота ὁ ἐπαινος· ◊ филькина \грамота ирон. τιποτένιο χαρτί, πα-λιόχαρτο. -
14 патент
патентм1. (на право торговли) ἡ ἄδεια ἐπιτηδεύματος·2. (на изобретение) τό δίπλωμα εὐρεσιτεχνίας, τό εὐρεσίτεχ-νον, ἡ πατέντα -
15 получать
получа||тьпесо».1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:^\получать письмо́ λαβαίνω γράμμα· \получать диплом παίρνω δίπλωμα·.\получать важные сведения λαβαίνω σπουδαίες πληροφορίες· \получать первую помощь μοῦ παρέχονται οἱ πρῶτες βοήθειες·2. (зарабатывать) κερδίζω:сколько ты \получатьешь? πόσα κερδίζεις;, πόσα παίρνεις;·3. (добивать, вырабатывать) βγάζω· ◊ \получать на́сморк πιάνω συνάχι, συναχώνομαι· -\получать удовольствие εὐχαριστιέμαι, ἰκανοκοιοῦμαι· \получать· всемирное признание ἀποκτώ παγκόσμια ἀναγνώριση. -
16 свертывание
свертываниес1. τό τύλιγμα, τό δίπλωμα·2. (производства и т. п.) ὁ περιορισμός, ἡ μείωση [-ις]·3. (сгущение) τό πήξιμο, ἡ πήξη [-ις]/ ἡ θρόμβωση [-ις] (тк. крови)/ τό κόψιμο τοῦ γάλακτος (молока). -
17 фальцовка
фальцов||каж ἡ δίπλωση [-ις], τό δίπλωμα. -
18 диплом
[ντιπλόμ] ουσ. α. δίπλωμα, πτυχίο -
19 folding
French\ \ pliageGerman\ \ Falten; FaltungDutch\ \ overgaan op de absolute waarde (van een meting)Italian\ \ piegamentoSpanish\ \ plegamientoCatalan\ \ plegatPortuguese\ \ dobragemRomanian\ \ pliereDanish\ \ foldeNorwegian\ \ foldingSwedish\ \ fällbaraGreek\ \ δίπλωμαFinnish\ \ taittaminen; havaintojen merkitseminen vain (0-) akselin toiselle puolelleHungarian\ \ átfedésTurkish\ \ katlamaEstonian\ \ voltimineLithuanian\ \ lankstymoSlovenian\ \ zložljivaPolish\ \ nakładanieRussian\ \ складнойUkrainian\ \ згорткаSerbian\ \ на склапањеIcelandic\ \ brjóta samanEuskara\ \ tolesteaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ تاشوArabic\ \ طويAfrikaans\ \ vouingChinese\ \ 析 迭Korean\ \ 접음 -
20 диплом
[ντιπλόμ] ουσ α δίπλωμα, πτυχίο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δίπλωμα — anything double neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
δίπλωμα — το 1. το τσάκισμα: Το δίπλωμα των ρούχων πρέπει να είναι προσεκτικό. 2. έγγραφο, πτυχίο ολοκλήρωσης κύκλου σπουδών: Έχει δίπλωμα οδήγησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλώματα — δίπλωμα anything double neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλώματι — δίπλωμα anything double neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλώματος — δίπλωμα anything double neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cyprus College — Established 1961 Type Private College Students 3,500 … Wikipedia
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο … Dictionary of Greek
διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να … Dictionary of Greek